- καλαμώνω
- καλάμωσα, καλαμώθηκα, καλαμωμένος, στρώνω ή περιζώνω με καλάμια: Καλάμωσα τη σκεπή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαμώνω — (AM καλαμῶ, όω) [κάλαμος] 1. (κυρίως για κάταγμα τού σκέλους ή τού βραχίονα) περιζώνω, περιδένω με καλάμια 2. (για σιτηρά) (στην αρχ. ως παθ.) αποκτώ, σχηματίζω καλάμι (α. «ἅμα τῷ καλαμοῡσθαι», Θεόφρ. β. «τα κριθάρια αρχίζουν να καλαμώνουν»)… … Dictionary of Greek
ανακαλαμώνω — [καλαμώνω] στερεώνω με καλάμια ή άλλο υποστήριγμα τα γειρτά κλωνάρια ή τους κορμούς φυτών και μικρών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καλαμώνω] … Dictionary of Greek
ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
καλαμώ — καλαμῶ, όω (Α) βλ. καλαμώνω … Dictionary of Greek
φασκιώνω — φάσκιωσα, φασκιώθηκα, φασκιωμένος 1. περιτυλίγω βρέφος με φασκιά, το σπαργανώνω. 2. επιδένω, περιτυλίγω με επίδεσμο: Βγήκε το νύχι του και αυτός φάσκιωσε το δάχτυλό του. 3. περιδένω σπασμένο μέλος του σώματος με νάρθηκα, το καλαμώνω: Ύστερα από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)